ἀκροβυστίας

ἀκροβυστίας
ἀκροβυστίᾱς , ἀκροβυστία
foreskin
fem acc pl
ἀκροβυστίᾱς , ἀκροβυστία
foreskin
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Иудействующие — секты, стремящиеся к отожествлению христианства с иудейством. В состав первых христианских общин входили исключительно христиане иудейского происхождения (иудео христиане), которые от остальных иудеев отличались лишь верою в мессианство Иисуса… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ακροβυστία — η (Α ἀκροβυστία) το άκρο τού δέρματος τού ανδρικού γεννητικού οργάνου μσν. αρχ. 1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή 2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους… …   Dictionary of Greek

  • περιτομή — Θρησκευτική πρακτική, που συνίσταται στην κοπή του χαλινού της πόσθης ή στην εκτομή ολόκληρης της πόσθης. Η π., που ήταν γνωστή από αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, εφαρμόζεται σήμερα στην εβραϊκή θρησκεία, τον Ισλαμισμό, σε μερικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”